Δευτέρα 21 Φεβρουαρίου 2011

ΣΑΡΑΝΤΑΥΓΑ

                                     ΣΑΡΑΝΤΑΥΓΑ


                        Του Στέλιου Κωστή Σπυριδάκη


                                  

         Στο καφενείο ΣΑΡΑΝΤΑΥΓΑ στρογγυλοκαθότανε ο Παντελής φαρδύς πλατύς σε τέσσερις καρέκλες. Μια αυτή που καθότανε, από μια στην κάθε του χέρα και μια που είχε βάλει το ζερβό του πόδα μέσα στις περόνες. Περνούσα από κει γιατί βέβαια το καφενείο είναι στην κεντρική αγορά του Ηρακλείου και είχα να κάνω  κάτι προμήθειες τροφίμων. Με είδε ο Παντελής και με φώναξε. Πλησίασα και μου πρόσφερε την καρέκλα που είχε στη ζερβή του χέρα. Δεν ήξερα τι με ήθελε. Έπρεπε να τον ρωτήσω γιατί  συνορεύανε  τα  οικόπεδα μας και όλο και κάποιο πρόβλημα ερχότανε και ζητούσε τη λύση του.  Τι `ναι Παντελή; τον ρώτησα, κανένα πρόβλημα έχει πάλι ο σπιτότοπος; Όχι , μου απάντησε, να σε κεράσω καφέ σε φώναξα. Ωστόσο μόλις που είχα κάτσει να και τον καφετζή από πάνω μου με ερωτηματικό ύφος. Τι να πιω σκέφτηκα. Τι να πιω; Φέρε μια ρακή του είπα. Δεν άργησε να έρθει η ρακή. Στην υγειά σου Παντελή , είπα, και την ήπια. Είδες την ταμπέλα του καφενείου με ρώτησε ο Παντελής;  Όχι, του είπα, και σήκωσα το βλέμμα μου μέχρι την πινακίδα. Διάβασα την επάνω επάνω λέξη. Έγραφε ΣΑΡΑΝΤΑΥΓΑ και είχε και σαράντα αυγά ζωγραφισμένα αποκάτω.  Βρε Παντελή τι όνομα είναι αυτό; Σαράντα αυγά. Αφού δεν έβαλε ένα όνομα της προκοπής ας έβαζε σαράντα κοπρόσκυλα γιατί αν κρίνω από τις φάτσες όλοι τούτοι δω τεμπελαράδες είναι.  Δεν έχεις δίκιο μου λέει.  Το σαράντα αυγά  έχει ιστορία. Έπειτα και οι τεμπέληδες δεν είναι σκύλοι. Άνθρωποι του θεού είναι και αυτοί και ίσως είναι περισσότερο φιλοσοφημένοι από τους άλλους τους εργατικούς  που δεν τους ενδιαφέρει τίποτε άλλο εξόν το χρήμα. Το κυνήγι του χρήματος με το άγχος και το πάθος που δημιουργεί είναι μεγαλύτερη κοινωνική πληγή. Όμως δεν ξέρεις την ιστορία με τα αυγά. Η ιστορία αυτή μας δίδει την εικόνα μιας μικρής κοινωνίας σε ένα χωριό, που θα μπορούσε να την χαρακτηρίσει κάποιος μικρογραφία  της όλης κοινωνίας που ζούμε. Έχεις χρόνο στη διάθεσή σου να σου πω την ιστορία; Έχω, του απάντησα, και ο Παντελής χωρίς χρονοτριβή  άρχισε να διηγάται:
       Σε ένα χωριό είχε στεφανωθεί ένα αντρόγυνο και καθώς ήταν φυσικό τον πρώτο καιρό δεν γνωριζότανε  καλά ο άνδρας και η γυναίκα μεταξύ τους. Ο κάθε ένας λοιπόν προσπαθούσε να γνωρίσει καλλίτερα τον σύντροφό του, έτσι προσπαθούσε ο ένας να δοκιμάσει τον άλλο. Την τρίτη μέρα του γάμου τους ο άνδρας έφυγε από το σπίτι και πήγε στα χωράφια του να τα επιθεωρήσει. Μετά από δυο ώρες γύρισε στο σπίτι του και κρατούσε στο χέρι του ένα αυγό, που είχε βρει σε μια φωλιά μιας αλανιάρας κότας.  Το έδωσε στη γυναίκα του που το πήρε ευχαρίστως μα τον ρώτησε και αμέσως πού το βρήκε γιατί αυτοί ως νέο αντρόγυνο δεν είχαν ακόμα ούτε κοτέτσι ούτε και κότες. Ο άνδρας θέλοντας να την δοκιμάσει, μα και για να δημιουργήσει κλίμα ευχάριστο και αστείο, χωρίς να υποψιάζεται τις διαστάσεις που θα έπαιρνε το αστείο του, της είπε πως αυτό είναι μεγάλο μυστικό και δεν μπορεί να της το πει. Αμέσως η νιόνυφη σκυθρώπιασε και έκανε παράπονα που δεν την εμπιστεύεται ο άνδρας της και κρατάει μυστικά από αυτήν. Και πως αν αυτή δεν γνώριζε τα μυστικά του ποια θα τα γνώριζε η μια και η άλλη; Και ποια είναι αυτή που δεν την εμπιστεύεται; Και άμα είναι έτσι και αυτή θα έχει μυστικά από αυτόν. Και τι αντρόγυνο θα κάνανε αν είχε καθένας τα μυστικά του; Δεν θα ήταν σαν να είχαν χωριστές ζωές; Και τι αντρόγυνο θα κάνανε αν ο άντρας της σκόπευε να μην την λογαριάζει και να μην την εμπιστεύεται. Όλα αυτά βέβαια ψευτοκλαίγοντας ενώ τον είχε αγκαλιάσει και τον φιλούσε και τον χάιδευε. Έλα χρυσέ μου πες μου μα εγώ είμαι τάφος. Τάφος σου λέω. Στην κατάλληλη στιγμή ο άνδρας αφού η γυναίκα του ήταν τάφος υπέκυψε τάχα στις πιέσεις της γυναίκας και της υποσχέθηκε να της πει το μεγάλο μυστικό, μα αφού του ορκιστεί πως δεν πρόκειται να το πει σε άνθρωπο γεννημένο. Οι όρκοι και οι υποσχέσεις δόθηκαν απλόχερα και  ο άνδρας άρχισε διστακτικά τάχατες και ζητώντας πρόσθετες διαβεβαιώσεις για την φύλαξη του μυστικού, ώσπου της είπε πως καθώς ήταν στην έξοχή ένιωσε την ανάγκη να πάει στην τουαλέτα και κάθισε εκεί σε μια γωνιά στο χωράφι και έκανε το αυγό. Η νιόνυφη διαβεβαίωσε τον άνδρα της πως το μυστικό του θα το φυλάξει απόλυτα και πως ο τάφος θα παράμενε τάφος. Δεν έχασε όμως καιρό, άλλωστε  όπως και κατά το ευαγγέλιο, άγγελος κυρίου ουρανόθεν ελθών μετακίνησε την πλάκα του τάφου, έτσι και εδώ θεία βουλήσει μετακινήθηκε η πλάκα του τάφου της νεόνυμφης   και μετά από λίγο βγήκε στην αυλή και το είπε στο άψε σβήσε στην γειτόνισσα. Η γειτόνισσα το είπε στην διπλανή της, μα δεν είπε πως ο καινούργιος γαμπρός έκανε ένα αυγό, αλλά δυο. Η επόμενη το είπε στην άλλη αλλά πρόσθεσε κι αυτή ένα αυγό και ούτω καθεξής. Τα τρία αυγά γίνανε τέσσερα τα τέσσερα πέντε ώσπου έφτασαν στα αυτιά της παπαδιάς τριάντα εφτά αυγά.    Η παπαδιά λέει του παπά: « Παπά μου το αντρόγυνο που στεφάνωσες την Κυριακή μου είπε η γειτόνισσα πως ο γαμπρός έκανε τριάντα οχτώ αυγά». Ο παπάς έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Δεν μπορούσε να το χωρέσει ο νους του . δεν ήξερε τι να πει και τι βουλή να δώσει. Σηκώνεται μια και δυο και πάει στον δεσπότη και του λέει: « Άγιε δέσποτα, σημεία και τέρατα στην ενορία μου. Το αντρόγυνο που στεφάνωσα την Κυριακή, έκανε ο άνδρας τριάντα εννιά αυγά. Τι θα πω την Κυριακή των ανθρώπων στην εκκλησία;»  Το θέμα είναι πολύ σοβαρό του είπε ο δεσπότης. Να πας να μου τον φέρεις να τον κουβεδιάσω και θα σου πω. Πήγε ο παπάς πήρε κακήν κακώς το γαμπρό και τον πήγε στο δεσπότη που τον ήθελε επειγόντως. Μόλις τον είδε ο δεσπότης χωρίς περιστροφές τον ρωτά: Είναι αλήθεια πως έκανες σαράντα αυγά: Άγιε δέσποτα, του λέει, εγώ δεν έκανα κανένα αυγό. Τα αυγά τα έκαναν οι χωριανοί μου, έκανε όμως ο παπάς ένα και η αγιοσύνη σου άλλο ένα.
     Η Φήμη, η πάνδημη πήρε την ιστορία των νεόνυμφων και τη γύρισε χώρες και χωριά. Την έμαθε κόσμος και κοσμάκης. Αυτοί  που δεν την έμαθαν ήταν μόνο οι κότες παρά το ότι ήταν μια ιστορία μέσα από τα αμπελοχώραφά τους. Και ευτυχώς, γιατί για σκέψου, ο κόσμος, ο κοσμάκης, η παπαδιά, ο παπάς και ο δεσπότης ανακατεμένους με τα πίτουρα!  Οι κότες θα έκαναν μια λιχουδιά! μα μια λιχουδιά!
      Αυτά μου είπε ο Παντελής, ωστόσο δεν είχα άλλο χρόνο στη διάθεσή μου, μάλιστα είχα αργήσει κομμάτι  και έπρεπε να βιαστώ, για να προλάβω τις δουλειές μου, γιατί πλησίαζε η ώρα να κλείσουν τα καταστήματα. Χαιρέτισα τον Παντελή και αμολήθηκα στα μαγαζιά ανοίγοντας τον διασκελισμό μου ωσάν τον σαραντάπηχο.

Την έφαγαν;

                    

   
ΤΗΝ ΕΦΑΓΑΝ;
Εμείς σήμερα εδώ στο χωριό είμαστε πολύ λυπημένοι. Όλοι κλαίνε. Κι η μαμά κλαίει. Εγώ δεν ήξερα πως κλαίνε κι οι μαμάδες. Μάλιστα κι ο μπαμπάς μου φάνηκε πως κλαίει. Σαν να μου φάνηκε πως ένα δάκρυ κύλησε από το μάτι του ως κάτω στο μάγουλο. Κι η θεία η Καντίκο κλαίει. Κι η θεία η Σταυρωτή , μα αυτή βλαστημούσε κιόλας. Πολύ βλαστημούσε κάποιον που δεν θα ναι χωριανός μας γιατί πρώτη φορά άκουσα το όνομά του. Eνα παράξενο  όνομα έχει αυτός  ο άνθρωπος. Θα ναι και κακός, γιατί η θεία η Μαρία  είπε: << Δεν βρίσκεται μωρέ ένας να τον σκοτώσει να γλυτώσομε;>>.  Φαίνεται πως θα ναι σαν αυτόν το δράκο, που μας έλεγε στο παραμύθι χθες βράδυ η Γιαγιά, αυτός ο πως τον λένε! ο  ο  ο  ….  ναι  ο Μουσολίνι. Εγώ αν ήξερα που είναι αυτός ο δράκος, θα πήγαινα να τον σκότωνα, γιατί δεν θέλω να κλαίει η μαμά  κι οι θείες μου. Ρώτησα τη μαμά αν ξέρει που είναι και μου είπε πως είναι πολύ μακριά.
Τότε την ξαναρώτησα αν μπορώ να πάω  καβάλα στον γαιδουράκο μας  ως εκεί να τον σκοτώσω. Η μαμά μου χαμογέλασε και μ έβαλε να κοιμηθώ. Εγώ όμως δεν κοιμήθηκα, γιατί κανένας στο σπίτι δεν κοιμότανε. Όλοι πλέκανε με τις καλτσοβελόνες. Ξαφνικά κτύπησε η καμπάνα κι όλοι έτρεξαν στην πλατεία. Εγώ μόλις έφυγαν τους πήρα το κατόπι και βρέθηκα μαζί τους στην πλατεία.
Ο πρόεδρος του χωριού   ανεβασμένος πάνω στην γούρνα της βρύσης διάβαζε ένα χαρτί. Εγώ δεν ξέρω τι έλεγε, γιατί δεν ξέρω τι γράφουν τα χαρτιά, αφού ακόμα δεν πηγαίνω στο σχολείο. Ξέρω μόνο πως κάθε φορά που έλεγε κάτι  ο πρόεδρος, έκλαιγαν οι μαμάδες. Ο πατέρας με πήρε  στην αγκαλιά του, γιατί κι εγώ έκλαιγα. Εγώ όμως ήθελα να κατέβω να δείρω τον πρόεδρο, γιατί έκανε τη μαμά να κλαίει. Ο πατέρας μου είπε πως δεν φταίει ο πρόεδρος, αλλά ο Μουσολίνι. Τότε είπα στον πατέρα να πάμε να τον σκοτώσομε.  Ο πατέρας μου είπε πως εγώ θα καθόμουνα στο σπίτι να βλέπω τη μαμά και τις αδερφές μου κι εκείνος θα πήγαινε να τον σκοτώσει. Εγώ δεν ήθελα να πάει ο πατέρας γιατί ήξερα πως θα κλαιγε η μαμά.  Σκέφτηκα πως σαν θα φευγε ο πατέρας θα τον έπαιρνα το κατόπι να πηγαίναμε μαζί και μόλις θα  τον αντίκριζα θα παρακαλούσα τον καλό θεούλη να με ευλογήσει να  πετάξω μια πέτρα στο  μάτι του φοβερού δράκοντα  κι αυτός να ζαλιζότανε να πέσει κάτω να πεθάνει.  Και τότε δεν θα κλαιγε η μαμά, οι αδερφές μου, οι θείες μου κι οι άλλες μαμάδες. Ο πρόεδρος κάτι διάβαζε πάλι κι  η μαμά με τις αδερφές μου έκλαιγαν πιο πολύ καθώς μας αγκάλιαζαν με τον πατέρα. Τότε ο πατέρας είπε:  « Μην κλαίτε, σε μια δυο μέρες θα κλείσουν την ειρήνη κι όλα θα ναι όπως και πριν». Αμέσως παρακάλεσα τον πατερούλη να μ αφήσει κάτω κι ως μ άφησε, έφυγα από την πλατεία  και πήγα στο σπίτι της θείας της Μαργιώρας. Πήρα την ξαδέρφη μου την  Ειρήνη και την έκλεισα στο κοτέτσι. Γύρισα αμέσως στην πλατεία κι έβαλα τις φωνές:   Μην κλαίτε, εγώ έκλεισα την Ειρήνη στο κοτέτσι. Μην κλαίτε σας λέω.  Έκλεισα την Ειρήνη στο κοτέτσι. Η θεία η Μαργιώρα έτρεξε να την βγάλει. Ο πατέρας της φώναξε:   «Γρήγορα Μαργιώρα να μην φάνε την Ειρήνη οι κότες». Σε λίγο η θεία η Μαργιώρα γύρισε κρατώντας την Ειρήνη στην αγκαλιά της. Όλοι την ρωτούσαν αν την πείραξαν οι κότες κι η θεία   έλεγε: « Μια χαρά είναι».
Πραγματικά έτσι μου φάνηκε κι εμένα. Η Ειρήνη ήταν μια χαρά. Δεν την έφαγαν οι κότες. Κι όμως από τότε κι έπειτα άκουγα κι όλοι έλεγαν πως την Ειρήνη την έφαγαν οι κότες. Τι παράξενοι που είναι οι μεγάλοι!

ΑΣΙΓΑΣΤΟ ΚΥΜΑ

                      ΑΣΙΓΑΣΤΟ ΚΥΜΑ
Ιππεύοντας ξεκαπίστρωτα άτια,
πολλές τρομερές καταιγίδες,
της θάλασσας σπούδασα τα γινάτια
και πλήθος λάτρεψα πατρίδες.
               ###
Ψιθύρισα στον αφρό του κυμάτου,
θαυμασμού κι αγάπης λογάκια
κι ορκίστηκα για πάντα στ` όνομά του
αρμύρας κι αν ήπια φαρμάκια.-

ΘΑΛΑΣΣΑ

ΘΑΛΑΣΣΑ

Φαρμάκια ποτίζω
και παίρνω ζωές,
μα μόνη ν` αφρίζω,
δε θα `μαι ποτές.

ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ Αναδημοσίευση από βιβλίο ΘΑΛΑΣΣΑ-ΠΙΚΡΟΘΑΛΑΣΣΑ

                          ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ
Ευχαριστώ σε, άγιο χαρτί
κι εσένα άγιο μολύβι,
γιατί μιλεί μαζί σας η ψυχή
τίποτα σ` όλα δεν σας κρύβει.
                ####
Έχετε πάντα την υπομονή
κι 'οταν ξεσπά με φλυαρία,
καθώς συχνά συμβαίνει να πονεί
και τό `χει βάλσαμο και χρεία.-