ΠΡΩΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΚΑΤΟΧΗ
Υποχρεωτική εργασία ανηλίκου
Δούλεψα
μεροκάματο στους γερμανούς και πληρώθηκα με χρήματα που δεν είχαν αντίκρισμα. Η ιστορία είναι
πικρή, μα και πικάντικη. Φυσικά δεν ήμουν συνεργάτης των γερμανών. Αυτή την κατηγορία
δεν θα τη δεχτώ ποτέ. Και ο καμαριέρης του γερμανού πρεσβευτή στην Τουρκία με
κάλπικες λίρες πληρώθηκε από τους Εγγλέζους για την φωτογράφηση των γερμανικών
μυστικών. Παρεμφερής η πληρωμή, μα διαφορετική η υπηρεσία που προσφέρθηκε. Εγώ
ούτε φωτογράφηση, ούτε κλοπή και ούτε κατασκοπία έκανα, όπως έκανε ο Τούρκος.
Ούτε και τα ελατήρια που μας ώθησαν να εργαστούμε για λογαριασμό των γερμανών,
ούτε οι συνθήκες κάτω από τις οποίες λειτουργήσαμε μπορούν να συγκριθούν. Ο
Τούρκος ενήργησε με ιδιοτέλεια και σκοπό το χρήμα. Ο Τούρκος ήταν ελεύθερος, η
πατρίδα του δεν ήταν υπό γερμανική κατοχή. Ο Τούρκος ήταν σκλάβος του χρήματος. Οι Εγγλέζοι
τζέντλεμεν τον πλήρωσαν με πλαστές λίρες. Πολύ κύριοι αυτοί οι κύριοι. Και
ποιον δεν πλήρωσαν ως τα τώρα σαν κύριοι, τζέντλεμεν αυτοαποκαλούνται οι κύριοι
Εγγλέζοι, μα τι κύριοι!
Τα χρήματα
που πήρα εγώ από τους γερμανούς για τις πολύτιμες υπηρεσίες που τους πρόσφερα
δεν ήταν ούτε πλαστά ούτε κάλπικα, απλώς ήταν χωρίς αντίκρισμα, γιατί οι
γερμαναράδες φρόντισαν να μηδενίσουν την
αξία της Ελληνικής δραχμής. Δεν μπορώ να συγκριθώ πάλι με τον Τούρκο γιατί
εμένα η πατρίδα μου ήταν σκλαβωμένη κι εγώ ήμουν ελεύθερος. Ωστόσο δούλεψα για
τους γερμανούς σε ηλικία εφτά ετών, ναι, ναι, καλά διαβάσατε σε ηλικία εφτά
ετών, παρά τη θέλησή μου.
Τα σκιαζε
η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά. Οι γερμανοί μας έβγαλαν από τα σπίτια μας
και έμεναν αυτοί. Πήραν το λιγοστό σιτάρι και το λιγοστό λάδι μας κι εμείς
έπρεπε να ζήσομε με κοπανιστό αέρα. Όλοι οι άνδρες ήταν υποχρεωμένοι να εργάζονται
δέκα πέντε ημέρες το μήνα για τα πολεμικά έργα των γερμανών. Όσοι ήταν αγγαρεία
όλη τη δεκαπενταμερία ήταν κλεισμένοι σε συρματοπλέγματα στο ύπαιθρο τη νύκτα.
Η αγγαρεία αρχικά για το χωριό μου ήταν μόνο για τον Λαβύρινθο, γιατί τα έργα
που έκαναν οι γερμανοί ήταν στην γεωγραφική περιφέρεια της κοινότητας
Καστελλίου Καινουργίου. Ο διοικητής του
αεροδρομίου του Τυμπακίου θεώρησε τον εαυτό του αδικημένο που δεν πήγαινε
αγγαρεία από το Καστέλλι και ενήργησε ως εξής: Με μια ξαφνική περικύκλωση του
χωριού πήρε όλους τους χωριανούς άνδρες, γέρους, γυναίκες και μεγάλα παιδιά και τους
πήγε με φορτηγά αυτοκίνητα στα συρματοπλέγματα στο Τυμπάκι. Ο πατέρας μου ήταν
πρόεδρος του χωριού και τον είχαν
υπόλογο οι γερμανοί για όλους τους Καστελλιανούς. Πήγε στον διοικητή του χωριού
και του είπε τα συμβάντα. Τον πήρε ο γερμανός διοικητής της γερμανικής μονάδας
με το αυτοκίνητό του και πήγαν στο Τυμπάκι. Τα βρήκαν οι γερμανοί μεταξύ τους
και άφησαν τους Καστελλιανούς ελεύθερους από τα σύρματα να επιστρέψουν στο
Καστέλλι παρόλο που ήταν νύχτα, γιατί την επομένη άλλαζε η δεκαπενταμερία και
έπρεπε να είναι το πρωί στα έργα του Λαβυρίνθου. Έτσι εφοδίασαν τον πατέρα μου
με ένα έγγραφο για να το επιδεικνύει στις
γερμανικές φρουρές που θα συναντούσαν καθ` οδόν. Έφθασαν τα ξημερώματα
γιατί μεταξύ τους υπήρχαν υπέργηροι, έγκυες γυναίκες, ανήμποροι άνθρωποι και
παιδιά. Η πορεία τους ήταν αργόσυρτη και δέκα πέντε χιλιόμετρα σε νυχτερινή
πορεία δεν είναι λίγα. Δυο λέξεις κυριαρχούσαν.
Πούγκα που θα πει φυλακή και καπούτ που θα πει εκτέλεση. Και τα δύο τα
χρησιμοποιούσαν ευρύτατα οι γερμανοί.
Δεν μπορούσε κανένας να τους αντισταθεί. Φυσικά το ξύλο και τα
βασανιστήρια ήταν σε καθημερινή χρήση και δεν τα θεωρούσαμε και τόσο σοβαρά. Με λίγο ξύλο και λίγο
βασανιστήριο όταν μας άφηναν να φύγομε ευγνωμονούσαμε κι από πάνω τον γερμανό
και λέγαμε πως τελικά ήταν καλός αφού μας άφηνε. Τον πατέρα μου τον είχαν
κατασκοτώσει στο ξύλο, γιατί ότι κι αν ήθελαν οι γερμανοί από αυτόν το
ζητούσαν. Επειδή δεν μπορούσε να τους ικανοποιεί όλες τις παράλογες απαιτήσεις
τους τον θεωρούσαν υπεύθυνο και έτσι κάθε λίγο και λιγάκι τον έδερναν. Οι
αξιωματικοί τους εκτός από το πιστόλι είχαν μαζί τους και βούρδουλα με τον
οποίο έδερναν όποιον τύχαινε μπροστά τους.
Φαφλούχτ σακραμέντο ήταν μια βρισιά που
μας την έλεγαν σαν τον παπά στην
εκκλησία με το «κύριε ελέησον». Αν καμιά φορά μας χαιρετούσαν, το έκαναν με υψωμένο
το δεξί χέρι όπως το καθόριζε το τυπικό
του ναζιστικού χαιρετισμού και το χαιρετισμό: « Χάιλ Χίτλερ» που θα πεί : Ζήτω
ο Χίτλερ. Εμείς πάντοτε απαντούσαμε χωρίς να μας ακούν με το: Χιάηζεν Χίτλερ,
όπου το «χιάηζεν» σημαίνει τη λέξη του Γκαρμπόν. Υπήρχαν και πολλοί γερμανοί
που το έλεγαν όταν εξακρίβωναν πως δεν τους άκουγε άλλος γερμανός. Άλλωστε αυτό
από γερμανούς το μάθαμε.
Το νερό του
χωριού μας ήταν βληχό και δεν ήταν ευχάριστο στα ευγενή λαρύγγια των αξιωματικών. Ζήτησαν
τι ζήτησαν! Διέταξαν λοιπόν τον πατέρα μου να ορίσει κάποιους να τους φέρνουν νερό
από την πηγή του Ψηλού Καστελλιού. Πρόκειται για ένα σπάνιο νερό. Πού να τους
βρει ανθρώπους για αυτή την δουλεία (όχι δουλειά). Πού να τους βρει! Όλοι οι
κάτοικοι ήταν καταγραμμένοι και πήγαιναν αγγαρεία στα πολεμικά τους έργα στον Λαβύρινθο.
Η διαταγή ήταν διαταγή και ο βούρδουλας ήταν βούρδουλας. Ποιο παιδί θέλει να
βλέπει τον πατέρα του να τον δέρνουν; Ποιο παιδί; Ποιο;
Η αδερφή μου
κι εγώ δύο μήνες κουβαλούσαμε νερό από την πηγή του Ψηλού Καστελλιού με τις κανίστρες.
Εγώ ήμουν εφτά χρονών και η αδερφή μου ήταν εννιά χρονών. Η απόσταση της πηγής
από το χωριό είναι περί τα τρία
χιλιόμετρα. Βγαίναμε έξω από το χωριό. Έτσι όταν φτάναμε στην έξοδο του χωριού
μας σταματούσε ο γερμανός σκοπός. Μας ρωτούσε το όνομά μας και ζητούσε τις ταυτότητες (Βι χάους του, παπίε), του λέγαμε το όνομά μας
του δίδαμε τις ταυτότητες μας, τις έβλεπε καλά, μας τις επέστρεφε, σήκωνε το
κολπόστ και περνούσαμε με τους γαιδάρους. Η ίδια διαδικασία γινόταν κάθε φορά
είτε μπαίναμε είτε βγαίναμε από το χωριό. Εφτά χρονών εγώ, εννιά η αδερφή μου
και κυκλοφορούσαμε μέσα στο χωριό μας με ταυτότητες. Το νερό το κουβαλούσαμε
μέσα σε κανίστρες που ήταν φορτωμένες πάνω στους γαϊδάρους και τις γεμίζαμε με
κανάτες όπως ήταν φορτωμένες γιατί εμείς δεν μπορούσαμε να τις φορτώσομε ούτε
άδειες. Όταν φτάναμε στο χωριό τις ξεφόρτωναν και φόρτωναν άλλες άδειες.
Σηκωνόμασταν με την ανατολή του ηλίου και σχολούσαμε μετά τη δύση. Το νερό το
κουβαλούσαμε παρά τη θέλησή μας. Εμείς νομίζαμε πως κάναμε αγγαρεία όπως έκαναν
όλοι οι Έλληνες παρά τη θέλησή τους. Όμως τέλος του μήνα μας φώναξε ένας γερμανός και μας ανέβασε στο ονταδάκι
του Σπυρδογιάννη. Εκεί μας έβαλε και
βάλαμε σε κάτι χαρτιά ένα σταυρό γιατί ήμασταν αγράμματοι και μετά μας πλήρωσε.
Μας πλήρωσε είκοσι πέντε μεροκάματα το μήνα με ένα εκατομμύριο την ημέρα.
Άσχετα που δουλεύαμε και τις Κυριακές και ήταν τριάντα ημέρες. Έτσι μας αναλογούσε από πενήντα εκατομμύρια
στον καθένα. Μέτρησε ενώπιόν μας εκατό εκατομμύρια, τα δίπλωσε και τα έδωσε
στην σδελφή μου που ήταν μεγαλύτερη.
Κρατώντας χεράκι χεράκι με την αδελφή μου τη Θεοφρονία κατεβήκαμε με
φόβο και με τρόμο την σκάλα του οντά που δεν είχε περβάζι και ξέραμε πως από
εκεί είχε πέσει ο Σπυρδογιάννης και σκοτώθηκε. Όταν βγήκαμε στο δρόμο η αδερφή
μου βάλθηκε να μετρήσει τα εκατομμύριά μας, αλλά τα μέτρησε καθώς ήταν
διπλωμένα και από εκατό που ήταν τα έβγαλε διακόσα. Τα ξαναμέτρησε, μα πάλι
διακόσα τα έβγαλε. Τα μέτρησε ξανά και
ξανά μα από εκατό έγιναν διακόσα. Ξάφνου η αδερφή μου έβαλε τα κλάματα. Κλαίγοντας
μου είπε, πως ο γερμανός σκόπιμα μας τα έδωσε παραπάνω για να βρει αιτία να μας
σκοτώσει. Κρύος αέρας μπήκε στην ψυχή μας. Αποφασίσαμε να επιστρέψομε τα
παραπανίσια χρήματα. Πάλι χεράκι χεράκι μα με τρεμάμενα γόνατα ανεβήκαμε τα
σκαλοπάτια του οντά. Έτρεμε το φυλλοκάρδι μας όταν αντικρίσαμε τον γερμανό. Η
παιδική μας φαντασία ούτε λίγο ούτε πολύ μας είχε κατάστήσει ετοιμοθάνατους. Ο
γερμανός μας ρώτησε γιατί γυρίσαμε και η αδερφή μου με τρεμάμενη φωνή του είπε για τα παραπανίσια χρήματα, προσθέτοντας πως εμείς δεν φταίμε. Ο γερμανός ξεράθηκε στα
γέλια. Μόλις τον είδαμε να γελά, η καρδιά μας πήρε αέρα. Αυτός γέλασε αρκετά.
Κάποια στιγμή άρχισε να χαχλουτίζει
δυνατά και το δωμάτιο σχεδόν γέμισε από γερμανούς. Άρχισαν να γελούν όλοι. Πήρε
τα χρήματα από το χέρι της αδερφής μου, τα ξεδίπλωσε και μας τα μέτρησε δυνατά
άιν, τσβάιν, τράιν μέχρι το εκατό.
Καταλάβαμε το λάθος μας, πήραμε τα εκατομμύριά μας και κατεβήκαμε τρέχοντας την
επικίνδυνη σκάλα. Πήγαμε στο σπίτι μας, τους μισθούς δύο μηνών με τους οποίους
δεν μπορούσαμε να αγοράσομε ούτε ένα
αυγό γιατί το αυγό έκανε εβδομήντα πέντε δισεκατομμύρια. Αυτό δεν μας πείραζε.
Απεναντίας ήμασταν πολύ χαρούμενοι γιατί πήγε η καρδιά στον τόπο της και αυτό
δεν μπορούσε να εξαγοραστεί με τους
θησαυρούς όλου του κόσμου.
Δεν
ξαναπήγαμε στο νερό. Με τους γερμανούς όμως
είχαμε να μετρήσομε, πολλές περιπέτειες ακόμα.