Δευτέρα 21 Φεβρουαρίου 2011

Την έφαγαν;

                    

   
ΤΗΝ ΕΦΑΓΑΝ;
Εμείς σήμερα εδώ στο χωριό είμαστε πολύ λυπημένοι. Όλοι κλαίνε. Κι η μαμά κλαίει. Εγώ δεν ήξερα πως κλαίνε κι οι μαμάδες. Μάλιστα κι ο μπαμπάς μου φάνηκε πως κλαίει. Σαν να μου φάνηκε πως ένα δάκρυ κύλησε από το μάτι του ως κάτω στο μάγουλο. Κι η θεία η Καντίκο κλαίει. Κι η θεία η Σταυρωτή , μα αυτή βλαστημούσε κιόλας. Πολύ βλαστημούσε κάποιον που δεν θα ναι χωριανός μας γιατί πρώτη φορά άκουσα το όνομά του. Eνα παράξενο  όνομα έχει αυτός  ο άνθρωπος. Θα ναι και κακός, γιατί η θεία η Μαρία  είπε: << Δεν βρίσκεται μωρέ ένας να τον σκοτώσει να γλυτώσομε;>>.  Φαίνεται πως θα ναι σαν αυτόν το δράκο, που μας έλεγε στο παραμύθι χθες βράδυ η Γιαγιά, αυτός ο πως τον λένε! ο  ο  ο  ….  ναι  ο Μουσολίνι. Εγώ αν ήξερα που είναι αυτός ο δράκος, θα πήγαινα να τον σκότωνα, γιατί δεν θέλω να κλαίει η μαμά  κι οι θείες μου. Ρώτησα τη μαμά αν ξέρει που είναι και μου είπε πως είναι πολύ μακριά.
Τότε την ξαναρώτησα αν μπορώ να πάω  καβάλα στον γαιδουράκο μας  ως εκεί να τον σκοτώσω. Η μαμά μου χαμογέλασε και μ έβαλε να κοιμηθώ. Εγώ όμως δεν κοιμήθηκα, γιατί κανένας στο σπίτι δεν κοιμότανε. Όλοι πλέκανε με τις καλτσοβελόνες. Ξαφνικά κτύπησε η καμπάνα κι όλοι έτρεξαν στην πλατεία. Εγώ μόλις έφυγαν τους πήρα το κατόπι και βρέθηκα μαζί τους στην πλατεία.
Ο πρόεδρος του χωριού   ανεβασμένος πάνω στην γούρνα της βρύσης διάβαζε ένα χαρτί. Εγώ δεν ξέρω τι έλεγε, γιατί δεν ξέρω τι γράφουν τα χαρτιά, αφού ακόμα δεν πηγαίνω στο σχολείο. Ξέρω μόνο πως κάθε φορά που έλεγε κάτι  ο πρόεδρος, έκλαιγαν οι μαμάδες. Ο πατέρας με πήρε  στην αγκαλιά του, γιατί κι εγώ έκλαιγα. Εγώ όμως ήθελα να κατέβω να δείρω τον πρόεδρο, γιατί έκανε τη μαμά να κλαίει. Ο πατέρας μου είπε πως δεν φταίει ο πρόεδρος, αλλά ο Μουσολίνι. Τότε είπα στον πατέρα να πάμε να τον σκοτώσομε.  Ο πατέρας μου είπε πως εγώ θα καθόμουνα στο σπίτι να βλέπω τη μαμά και τις αδερφές μου κι εκείνος θα πήγαινε να τον σκοτώσει. Εγώ δεν ήθελα να πάει ο πατέρας γιατί ήξερα πως θα κλαιγε η μαμά.  Σκέφτηκα πως σαν θα φευγε ο πατέρας θα τον έπαιρνα το κατόπι να πηγαίναμε μαζί και μόλις θα  τον αντίκριζα θα παρακαλούσα τον καλό θεούλη να με ευλογήσει να  πετάξω μια πέτρα στο  μάτι του φοβερού δράκοντα  κι αυτός να ζαλιζότανε να πέσει κάτω να πεθάνει.  Και τότε δεν θα κλαιγε η μαμά, οι αδερφές μου, οι θείες μου κι οι άλλες μαμάδες. Ο πρόεδρος κάτι διάβαζε πάλι κι  η μαμά με τις αδερφές μου έκλαιγαν πιο πολύ καθώς μας αγκάλιαζαν με τον πατέρα. Τότε ο πατέρας είπε:  « Μην κλαίτε, σε μια δυο μέρες θα κλείσουν την ειρήνη κι όλα θα ναι όπως και πριν». Αμέσως παρακάλεσα τον πατερούλη να μ αφήσει κάτω κι ως μ άφησε, έφυγα από την πλατεία  και πήγα στο σπίτι της θείας της Μαργιώρας. Πήρα την ξαδέρφη μου την  Ειρήνη και την έκλεισα στο κοτέτσι. Γύρισα αμέσως στην πλατεία κι έβαλα τις φωνές:   Μην κλαίτε, εγώ έκλεισα την Ειρήνη στο κοτέτσι. Μην κλαίτε σας λέω.  Έκλεισα την Ειρήνη στο κοτέτσι. Η θεία η Μαργιώρα έτρεξε να την βγάλει. Ο πατέρας της φώναξε:   «Γρήγορα Μαργιώρα να μην φάνε την Ειρήνη οι κότες». Σε λίγο η θεία η Μαργιώρα γύρισε κρατώντας την Ειρήνη στην αγκαλιά της. Όλοι την ρωτούσαν αν την πείραξαν οι κότες κι η θεία   έλεγε: « Μια χαρά είναι».
Πραγματικά έτσι μου φάνηκε κι εμένα. Η Ειρήνη ήταν μια χαρά. Δεν την έφαγαν οι κότες. Κι όμως από τότε κι έπειτα άκουγα κι όλοι έλεγαν πως την Ειρήνη την έφαγαν οι κότες. Τι παράξενοι που είναι οι μεγάλοι!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου